- φαλάγγι
- το, Νβλ. φαλάγγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλάγγι — το 1. είδος δηλητηριώδους αράχνης, σφαλάγγι, ρωγαλίδα: Τον δάγκωσε φαλάγγι. 2. (ναυτ.), καθένα από τα δοκάρια που τοποθετούνται εγκάρσια στη σκάρα της ναυπηγικής κλίνης. 3. καθένα από τα στρογγυλά δοκάρια (από κορμούς δέντρων) που τοποθετούνται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλαγγι — φάλαγξ line of battle fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγίτας — φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc pl φαλαγγί̱τᾱς , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγιτῶν — φαλαγγῑτῶν , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγίταις — φαλαγγί̱ταις , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγίτην — φαλαγγί̱την , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγίτης — φαλαγγί̱της , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαγγίτου — φαλαγγί̱του , φαλαγγίτης soldier in a phalanx masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
ГОПЛИТЫ — • Όπλι̃ται, пешие воины с тяжелым вооружением в войсках греков; в героическое время они были лишь неважной дружиной какого нибудь знатного человека, правителя. После переселения дорян способ ведения войны изменился, так что Г. не… … Реальный словарь классических древностей